- φρουρύτης
- φρουρύτης, ητος, ἡ,A function of a guard, PCair.Preis.15.10(iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρουρύτης — ητος, ἡ, Α η υπηρεσία τού φρουρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρός + κατάλ. ύ της (βλ. λ. τητα)] … Dictionary of Greek